Η πνευμονική υπέρταση αποτελεί μια εξουθενωτική κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από αυξημένη πνευμονική αρτηριακή πίεση & προοδευτική αγγειακή αναδιαμόρφωση, και οδηγεί σε δυσανεξία στην άσκηση. Ωστόσο, η άσκηση έχει αναδειχθεί ως μια πιθανή συμπληρωματική θεραπεία για την αρτηριακή υπέρταση, με αυξανόμενα ερευνητικά δεδομένα να υποστηρίζουν τις ευεργετικές επιδράσεις της σε διάφορες πτυχές της παθοφυσιολογίας της νόσου. Προκλινικές μελέτες παρέχουν στοιχεία για τους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν τις βελτιώσεις που επιφέρει η άσκηση στην πνευμονική υπέρταση, οι οποίοι αφορούν βελτιώσεις στην ενδοθηλιακή λειτουργία, τη φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες και τη μιτοχονδριακή λειτουργία. Επίσης, κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συστηματική άσκηση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές βελτιώσεις σε αιμοδυναμικές παραμέτρους, στην ικανότητα άσκησης, την ποιότητα ζωής και τη συνολική λειτουργική ικανότητα. Επιπλέον, τα προγράμματα άσκησης έχουν δειχθεί ότι βελτιώνουν τη λειτουργία των σκελετικών μυών και ενισχύουν την αναδιαμόρφωση των πνευμονικών αγγείων, συμβάλλοντας στη συνολική διαχείριση της νόσου. Παρά τα πολλά υποσχόμενα οφέλη της άσκησης στην πνευμονική υπέρταση, ο προσδιορισμός της βέλτιστης έντασης, διάρκειας και του τύπου της άσκησης, καθώς και τα κριτήρια επιλογής των ασθενών που θα ενταχθούν σε προγράμματα άσκησης μένει να αποσαφηνιστούν. Επιπλέον, οι μηχανισμοί που διέπουν τις ασκησιογενείς βελτιώσεις απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση για τη βελτιστοποίηση των πρωτοκόλλων άσκησης και την εξατομίκευση των θεραπευτικών στρατηγικών της νόσου.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ