Ο αυξανόμενος επιπολασμός της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου καθιστά αναγκαία την πρόσβαση αυτών των ασθενών σε οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις για τη διαχείριση της νόσου. Η σωματική άσκηση αποτελεί μια μη φαρμακολογική παρέμβαση που έχει ευεργετικές επιδράσεις σε κλινικές πτυχές της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, συμπεριλαμβανομένων της ενεργότητας της νόσου, του ανοσολογικού δυναμικού, της φλεγμονής, της κόπωσης, ψυχολογικών παραγόντων και της ποιότητας ζωής. Ειδικότερα, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η άσκηση, διαφόρων μορφών, χαμηλής έως μέτριας έντασης είναι ασφαλής για αυτούς τους ασθενείς και επιφέρει πολλά από τα ανωτέρω οφέλη που σχετίζονται με τη νόσο. Ωστόσο, πολύ λιγότερα είναι γνωστά για την επίδραση της άσκησης υψηλότερης έντασης σε αυτούς τους ασθενείς. Πρόσφατη μελέτη ανέδειξε ότι η παρατεταμένη έντονη άσκηση σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου είναι το ίδιο ασφαλής σε σχέση με εκείνους κάνουν άσκηση χαμηλότερης έντασης και μπορεί να μην έχει επιβαρυντικές επιπτώσεις σε αυτούς τους ασθενείς αν συνδυάζεται με επαρκή ενυδάτωση, κατάλληλη διατροφή, αποφυγή φαρμάκων και προσεκτική αξιολόγηση του ιστορικού και της συμπτωματολογίας του ασθενούς. Περισσότερες μελέτες, ωστόσο, χρειάζονται για την καλύτερη κατανόηση του ρόλου της έντασης άσκησης σε αυτή τη νόσο, ώστε να δημιουργηθούν κατευθυντήριες γραμμές για τους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε αθλήματα ή προγράμματα άσκησης υψηλής έντασης.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο ΕΔΩ