Skip to content

Category: Επιστημονικές Έρευνες

Διεθνής Διεπιστημονική Έκθεση για το ρόλο της σωματικής δραστηριότητας στη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος

Διεθνής Διεπιστημονική Ομάδα Εργασίας, η οποία συγκλήθηκε από το  Αμερικανικό Κολέγιο Αθλητιατρικής (ACSM), αξιολόγησε τα επιστημονικά δεδομένα για το ρόλο της σωματικής δραστηριότητας ως μέσου πρόληψης ή τροποποίησης της πορείας της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (NAFLD). Αδιάσειστα στοιχεία ανέδειξαν ότι η τακτική σωματική δραστηριότητα συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης NAFLD, ενώ τα χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας συνδέονται με μεγαλύτερο κίνδυνο εξέλιξης της νόσου και εξωηπατικού καρκίνου. Ενώ τα περισσότερα οφέλη της σωματικής δραστηριότητας εμφανίζονται χωρίς κλινικά σημαντική απώλεια βάρους, τα ερευνητικά δεδομένα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της σωματικής δραστηριότητας και της ηπατικής ίνωσης παραμένουν περιορισμένα. Στις συστάσεις

Ο ρόλος της άσκησης στην πνευμονική υπέρταση

Η πνευμονική υπέρταση αποτελεί μια εξουθενωτική κλινική οντότητα που χαρακτηρίζεται από αυξημένη πνευμονική αρτηριακή πίεση & προοδευτική αγγειακή αναδιαμόρφωση, και οδηγεί σε δυσανεξία στην άσκηση. Ωστόσο, η άσκηση έχει αναδειχθεί ως μια πιθανή συμπληρωματική θεραπεία για την αρτηριακή υπέρταση, με αυξανόμενα ερευνητικά δεδομένα να υποστηρίζουν τις ευεργετικές επιδράσεις της σε διάφορες πτυχές της παθοφυσιολογίας της νόσου. Προκλινικές μελέτες παρέχουν στοιχεία για τους μηχανισμούς που διαμεσολαβούν τις βελτιώσεις που επιφέρει η άσκηση στην πνευμονική υπέρταση, οι οποίοι αφορούν βελτιώσεις στην ενδοθηλιακή λειτουργία, τη φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες και τη μιτοχονδριακή λειτουργία. Επίσης, κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συστηματική άσκηση μπορεί

Ενσωμάτωση της πρότασης “Exercise Is Medicine” στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας

Ως βασικός παράγοντας που συμβάλλει στην επιβάρυνση των περισσότερων χρόνιων νόσων, η ανεπαρκής σωματική δραστηριότητα δημιουργεί σημαντική οικονομική επιβάρυνση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Ποικίλες παρεμβάσεις μπορούν να αυξήσουν αποτελεσματικά τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας των πολιτών, αλλά λίγες είναι ενσωματωμένες στην κλινική πρακτική της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Το «Exercise Is Medicine»  είναι μια παγκόσμια πρωτοβουλία για την υγεία που στηρίζεται στην τεκμηριωμένη θεώρηση ότι η σωματική δραστηριότητα είναι αναπόσπαστο μέρος της πρόληψης και της θεραπείας χρόνιων νόσων, πρέπει να αξιολογείται τακτικά ως ζωτικό σημείο και να εντάσσεται στο πλαίσιο της μέριμνας για την υγεία. Μια πολύ ενδιαφέρουσα εν εξελίξει μελέτη στοχεύει

Επιδράσεις της ποδηλασίας έναντι του τρεξίματος υψηλής έντασης στην απώλεια λίπους και στο μικροβίωμα του εντέρου ανδρών υπέρβαρων ή παχύσαρκων

Η διαλειμματική άσκηση υψηλής έντασης (HIIT) μπορεί να μειώσει αποτελεσματικά τη συνολική και την (ενδο)κοιλιακή λιπώδη μάζα του σώματος. Ωστόσο, οι επιδράσεις των προγραμμάτων HIIΤ τρεξίματος έναντι ποδηλασίας στη μείωση της λιπώδους μάζας δεν έχουν ακόμη συγκριθεί. Επιπλέον, χρειάζεται να διερευνηθεί περισσότερο η σχέση μεταξύ του εντερικού μικροβιώματος και της προκαλούμενης από τη HIIT μείωσης της λιπώδους μάζας. Πρόσφατη μελέτη συνέκρινε τα αποτελέσματα δύο ισοενεργειακών προγραμμάτων HIIT (ποδηλασίας έναντι τρεξίματος) διάρκειας 12 εβδομάδων στη σύσταση του σώματος και του μικροβιώματος του εντέρου σε άνδρες υπέρβαρους ή παχύσαρκους που δεν ακολουθούσαν ορισμένη δίαιτα. Συνολικά, το σωματικό βάρος και το κοιλιακό και

Ευεργετικές επιδράσεις της άσκησης στην ποιότητα ζωής και τη λειτουργική ικανότητα ασθενών με καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας

Πρόσφατη μελέτη διερεύνησε την αποτελεσματικότητα ενός προγράμματος συστηματικής άσκησης υπό επίβλεψη στη σχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής και στη λειτουργική ικανότητα γυναικών με καρκίνο του μαστού κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας τους. Ενενήντα τρεις (93) γυναίκες με καρκίνο του μαστού πρώιμου σταδίου κατανεμήθηκαν τυχαία στην ομάδα επιβλεπόμενης άσκησης συνδυασμένης με τη συνήθη φροντίδα (n = 47), ή στην ομάδα που ελάμβανε μόνο τη συνήθη φροντίδα (n= 46). Το πρόγραμμα συστηματικής άσκησης διάρκειας 20 εβδομάδων περιελάμβανε τρεις συνεδρίες την εβδομάδα, που συνδύαζαν αερόβια άσκηση και άσκηση με αντιστάσεις, οι οποίες εφαρμόζονταν παράλληλα με τη χημειοθεραπεία. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν

Συσχετίσεις μεταξύ ευπάθειας και καρδιοαναπνευστικής ικανότητας & μείωσης του δείκτη μάζας σώματος

Η χαμηλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα και η παχυσαρκία μπορεί να επιταχύνουν τις διαδικασίες της γήρανσης. Ο βαθμός στον οποίο οι αλλαγές της καρδιοαναπνευστικής αντοχής και του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) μπορούν να μεταβάλουν το ρυθμό γήρανσης ενδέχεται να είναι σημαντικός για το σχεδιασμό θεραπευτικών προσεγγίσεων. Πρόσφατη τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη με 3.944 συμμετέχοντες ηλικίας 45-76 ετών έδειξε ότι, τόσο οι αρχικές τιμές της καρδιοαναπνευστικής τους ικανότητας και του ΔΜΣ, όσο και οι μεταβολές αυτών των τιμών σε βάθος 4 ετών συσχετίζονταν ανεξάρτητα με τις 4ετείς μεταβολές ενός δείκτη ευπάθειας 38 σημείων. Είναι ενδιαφέρον ότι, οι συσχετίσεις των 4ετών μεταβολών της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας

Άσκηση σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση

Η άσκηση μπορεί να αποτελέσει μια ευεργετική στρατηγική για την υγεία  των ατόμων με πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας) και ειδικότερα για τη διαχείριση των συμπτωμάτων, την αποκατάσταση της λειτουργικότητας, την ενίσχυση της συμμετοχής στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, την προαγωγή της ευεξίας και  τη βελτιστοποίηση της ποιότητας ζωής τους. Ωστόσο, αυτός ο κλινικός πληθυσμός συνήθως εμφανίζει χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Για να ξεπεραστεί αυτή η υστέρηση, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι κύριοι περιορισμοί που αφορούν στην προώθηση της άσκησης, μέσω της αλληλεπίδρασης ασθενούς και ιατρού. Η αντιμετώπιση αυτών των περιορισμών είναι απαραίτητη για τη

Άσκηση για ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου

Ο αυξανόμενος επιπολασμός της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου καθιστά αναγκαία την πρόσβαση αυτών των ασθενών σε οικονομικά αποδοτικές παρεμβάσεις για τη διαχείριση της νόσου. Η σωματική άσκηση αποτελεί μια μη φαρμακολογική παρέμβαση που έχει ευεργετικές επιδράσεις σε κλινικές πτυχές της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, συμπεριλαμβανομένων της ενεργότητας της νόσου, του ανοσολογικού δυναμικού, της φλεγμονής, της κόπωσης, ψυχολογικών παραγόντων και της ποιότητας ζωής. Ειδικότερα, είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η άσκηση, διαφόρων μορφών, χαμηλής έως μέτριας έντασης είναι ασφαλής για αυτούς τους ασθενείς και επιφέρει πολλά από τα ανωτέρω οφέλη που σχετίζονται με τη νόσο. Ωστόσο, πολύ λιγότερα είναι γνωστά για την

Η εκγύμναση μέσω πολεμικών τεχνών μπορεί να είναι ευεργετική ως θεραπευτική άσκηση σε όλες τις ηλικίες

Η σωματική δραστηριότητα είναι σημαντική για την πρόληψη και την αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων υγείας και την ενίσχυση της ανάρρωσης μετά από νευρολογικές διαταραχές. Ωστόσο, τα περισσότερα προγράμματα προσαρμοσμένης άσκησης απαιτούν ειδικό εξοπλισμό και εφαρμόζονται σε κλινικό περιβάλλον. Έτσι, ο βαθμός προσκόλλησης στη συνταγογραφημένη άσκηση των ηλικιωμένων με διαταραχές ισορροπίας και των ασθενών με εγκεφαλικό επεισόδιο μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο είναι μικρότερος από τον επιθυμητό. Επίσης, οι έφηβοι με αναπτυξιακές διαταραχές, όπως ο αυτισμός, έχουν λιγότερες πιθανότητες να ασχοληθούν με τη σωματική δραστηριότητα και αυξημένες πιθανότητες να είναι υπέρβαροι και παχύσαρκοι. Η εξάσκηση στις πολεμικές τέχνες (π.χ., Κουνγκ Φου,

Σχέση μεταξύ του χρόνου παρακολούθησης τηλεόρασης κατά την παιδική και εφηβική ηλικία και της αρτηριακής λειτουργίας στην ενήλικη ζωή

Η αρτηριακή δυσλειτουργία αποτελεί ένα πρώιμο, αναπόσπαστο στάδιο της αθηρογένεσης που προβλέπει μελλοντικά καρδιαγγειακά επεισόδια. Η καθιστική συμπεριφορά, όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων. Πρόσφατη μελέτη διερεύνησε κατά πόσον τα πρότυπα παρακολούθησης τηλεόρασης κατά τη διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας σχετίζονται με τη λειτουργία των αρτηριών κατά την ενήλικη ζωή. Δεδομένα παρακολούθησης τηλεόρασης συλλέχθηκαν όταν οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν ηλικίας 5, 8, 10, 14, 17 και 20 ετών, οι οποίοι χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες ανάλογα με το χρόνο παρακολούθησης: χαμηλό (λιγότερο από 14 ώρες/εβδομάδα), υψηλό (περισσότερο από 14 ώρες/εβδομάδα)
Καλέστε μας
Επικοινωνία