Δοσολογία άσκησης για τη ρύθμιση του καρδιομεταβολικού κινδύνου σε άτομα που χρήζουν καρδιακής αποκατάστασης

Η άσκηση θεωρείται αναπόσπαστο στοιχείο της καρδιακής αποκατάστασης. Ωστόσο, είναι αναγκαία η προσαρμογή των προγραμμάτων άσκησης με βάση μια αρχική αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας και λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις αερόβιες ασκήσεις όσο και τις ασκήσεις με αντιστάσεις, καθώς και τις διατροφικές και φαρμακολογικές αλληλεπιδράσεις στα άτομα που χρήζουν καρδιακής αποκατάστασης. Η ένταση της άσκησης ενδεχομένως να μην είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας, αλλά, περισσότερο ίσως, η κατάλληλη μορφή και η διάρκεια της άσκησης να είναι το κλειδί για τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας και τη μείωση του κινδύνου ενός καρδιακού επεισοδίου. Ειδικότερα, η αερόβια άσκηση ωφελεί τα άτομα με μέτρια έως υψηλή καρδιοαναπνευστική ικανότητα και χαμηλότερη αρτηριακή πίεση, ενώ η άσκηση με αντιστάσεις συνιστάται για άτομα με χαμηλή φυσική κατάσταση και υψηλή αρτηριακή πίεση. Η διαλειμματική άσκηση υψηλής έντασης, αν και ευεργετική, μπορεί να προκαλέσει υψηλότερο φυσιολογικό στρες, που επηρεάζει το μεταβολισμό των λιπιδίων και θα πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά για τα άτομα με αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης. Για τη δοσολόγηση/συνταγογράφηση άσκησης, είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη το πλήρες προφίλ της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας και υγείας, της μυϊκής δύναμης, της αρτηριακής πίεσης και των επιπέδων χοληστερόλης και γλυκόζης σε αυτούς τους ασθενείς. Οι τακτικές επαναξιολογήσεις είναι απαραίτητες για την προσαρμογή της δοσολογίας της άσκησης και τη διασφάλιση της συνεχούς αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων άσκησης.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Συσχετίσεις της μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και του χρόνου καθιστικής ζωής με την παχυσαρκία και με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου σε εφήβους

Πολύ πρόσφατη μελέτη διερεύνησε πιθανές κοινές συσχετίσεις της μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και του χρόνου καθιστικής ζωής με την παχυσαρκία και με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου σε 309 συμμετέχοντες ηλικίας 10-16 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν σημαντικές αντίστροφες σχέσεις μεταξύ των επιπέδων μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και δεικτών παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες που ανήκαν στην κατηγορία χαμηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας εμφάνιζαν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος, περιφέρεια οσφύος, λιπώδη μάζα, σωματικό και σπλαχνικό λίπος, σε σύγκριση με εκείνους που ανήκαν  στην κατηγορία υψηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας. Επίσης, η μέτρια έως έντονη σωματική δραστηριότητα συσχετίστηκε αρνητικά με ορισμένους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου, ενώ ο χρόνος καθιστικής ζωής δεν εμφάνισε σημαντικές συσχετίσεις με την παχυσαρκία ή με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου. Συνολικά, αυτή η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στην αύξηση των επιπέδων  σωματικής δραστηριότητας στους εφήβους, με σκοπό την υποστήριξη μιας υγιούς σύστασης σώματος και τη βελτίωση της καρδιομεταβολικής τους υγείας. Παρόλο που η καθιστική ζωή δεν συσχετίστηκε σημαντικά με τις ανωτέρω παραμέτρους υγείας, ωστόσο παραμένει σημαντικό να περιοριστούν οι καθιστικές συμπεριφορές, λόγω της πιθανής αρνητικής επίπτωσής τους στην υγεία αργότερα, στην ενήλικη ζωή.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

SUÁREZ-REYES, M., R. A. BEYL, P. T. KATZMARZYK, and A. E. STAIANO. Joint Associations of Moderate-to-Vigorous Physical Activity and Sedentary Time with Adiposity and Cardiometabolic Risk Factors in Adolescents. Med. Sci. Sports Exerc., Vol. 57, No. 7, pp. 1319-1325, 2025.

Συσχετίσεις της μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και του χρόνου καθιστικής ζωής με την παχυσαρκία και με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου σε εφήβους

Πολύ πρόσφατη μελέτη διερεύνησε πιθανές κοινές συσχετίσεις της μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και του χρόνου καθιστικής ζωής με την παχυσαρκία και με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου σε 309 συμμετέχοντες ηλικίας 10-16 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν σημαντικές αντίστροφες σχέσεις μεταξύ των επιπέδων μέτριας έως έντονης σωματικής δραστηριότητας και δεικτών παχυσαρκίας. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες που ανήκαν στην κατηγορία χαμηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας εμφάνιζαν υψηλότερο δείκτη μάζας σώματος, περιφέρεια οσφύος, λιπώδη μάζα, σωματικό και σπλαχνικό λίπος, σε σύγκριση με εκείνους που ανήκαν  στην κατηγορία υψηλών επιπέδων σωματικής δραστηριότητας. Επίσης, η μέτρια έως έντονη σωματική δραστηριότητα συσχετίστηκε αρνητικά με ορισμένους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου, ενώ ο χρόνος καθιστικής ζωής δεν εμφάνισε σημαντικές συσχετίσεις με την παχυσαρκία ή με παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου. Συνολικά, αυτή η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη να δοθεί προτεραιότητα στην αύξηση των επιπέδων  σωματικής δραστηριότητας στους εφήβους, με σκοπό την υποστήριξη μιας υγιούς σύστασης σώματος και τη βελτίωση της καρδιομεταβολικής τους υγείας. Παρόλο που η καθιστική ζωή δεν συσχετίστηκε σημαντικά με τις ανωτέρω παραμέτρους υγείας, ωστόσο παραμένει σημαντικό να περιοριστούν οι καθιστικές συμπεριφορές, λόγω της πιθανής αρνητικής επίπτωσής τους στην υγεία αργότερα, στην ενήλικη ζωή.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Μειωμένη μυϊκή δύναμη και αντοχή του κάτω μέρους του σώματος σε ενήλικες επιβιώσαντες από καρκίνο της παιδικής ηλικίας

Η μειωμένη φυσική κατάσταση αποτελεί μια πιθανή όψιμη επίπτωση του καρκίνου της παιδικής ηλικίας στους ενήλικες επιβιώσαντες. Πρόσφατη μελέτη διερεύνησε τη μυϊκή δύναμη και αντοχή του κάτω μέρους του σώματος ενηλίκων επιβιωσάντων από καρκίνο της παιδικής ηλικίας και τους συνέκρινε με τον γενικό πληθυσμό, περιγράφοντας τις αλλαγές με την πάροδο του χρόνου και προσδιορίζοντας τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 338 ενήλικες επιβιώσαντες με διάμεση ηλικία κατά τη μελέτη τα 34 έτη. Συγχρόνως με την αξιολόγηση της μυϊκής λειτουργικής τους ικανότητας, συλλέχθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής, το ιατρικό ιστορικό και την προηγηθείσα αντικαρκινική θεραπεία των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα της μελέτης ανέδειξαν μειωμένη μυϊκή δύναμη και αντοχή στο κάτω μέρος του σώματος των επιβιωσάντων ενηλίκων σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη για συμβουλευτική και εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων άσκησης για τη διατήρηση της λειτουργικότητας, τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας και τη μείωση της νοσηρότητας των ενηλίκων επιβιωσάντων από καρκίνο της παιδικής ηλικίας.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

SLÁMA, T., C. NIGG, R. D. KURMANN, G. M. KUSTER, N. K. POKU, E. SCHELER, C. E. KUEHNI, N. X. VON DER WEID, and C. SCHINDERA. Reduced Lower Body Muscular Strength and Endurance among Adult Survivors of Childhood Cancer. Med. Sci. Sports Exerc., Vol. 57, No. 3, pp. 563-571, 2025.

Μειωμένη μυϊκή δύναμη και αντοχή του κάτω μέρους του σώματος σε ενήλικες επιβιώσαντες από καρκίνο της παιδικής ηλικίας

Η μειωμένη φυσική κατάσταση αποτελεί μια πιθανή όψιμη επίπτωση του καρκίνου της παιδικής ηλικίας στους ενήλικες επιβιώσαντες. Πρόσφατη μελέτη διερεύνησε τη μυϊκή δύναμη και αντοχή του κάτω μέρους του σώματος ενηλίκων επιβιωσάντων από καρκίνο της παιδικής ηλικίας και τους συνέκρινε με τον γενικό πληθυσμό, περιγράφοντας τις αλλαγές με την πάροδο του χρόνου και προσδιορίζοντας τους σχετικούς παράγοντες κινδύνου. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 338 ενήλικες επιβιώσαντες με διάμεση ηλικία κατά τη μελέτη τα 34 έτη. Συγχρόνως με την αξιολόγηση της μυϊκής λειτουργικής τους ικανότητας, συλλέχθηκαν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής, το ιατρικό ιστορικό και την προηγηθείσα αντικαρκινική θεραπεία των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα της μελέτης ανέδειξαν μειωμένη μυϊκή δύναμη και αντοχή στο κάτω μέρος του σώματος των επιβιωσάντων ενηλίκων σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη για συμβουλευτική και εφαρμογή αποτελεσματικών προγραμμάτων άσκησης για τη διατήρηση της λειτουργικότητας, τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας και τη μείωση της νοσηρότητας των ενηλίκων επιβιωσάντων από καρκίνο της παιδικής ηλικίας.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Η εναλλαγή αερόβιας άσκησης με άσκηση αντιστάσεων βελτιώνει την οστική πυκνότητα και τα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες

Η εναλλαγή αερόβιας άσκησης με άσκηση αντιστάσεων βελτιώνει την οστική πυκνότητα και τα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες

 

Η ιρισίνη αποτελεί μυοκίνη που παράγεται κατά την άσκηση ως απόκριση στη συστολή των μυών και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση μεταξύ οστών και μυών. Πολύ πρόσφατη μελέτη διερεύνησε την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ των μακροχρόνιων ασκησιογενών απόκρισεων της ιρισίνης και της σωματικής σύστασης και οστικής πυκνότητας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στη μελέτη συμμετείχαν 29 γυναίκες ηλικίας 62,7 ± 3,9 ετών χωρίς συνήθειες τακτικής σωματικής άσκησης, οι οποίες έλαβαν μέρος σε ένα πρόγραμμα εναλλασσόμενης αερόβιας άσκησης και άσκησης με αντιστάσεις συνολικής διάρκειας 24 εβδομάδων. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η μακροχρόνια συστηματική άσκηση εναλλασσόμενης μορφής βελτιώνει την οστική πυκνότητα, τη σύσταση του σώματος και τα κυκλοφορούντα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και υποδηλώνουν  ότι η ιρισίνη μπορεί να διαμεσολαβεί την αλληλεπίδραση μεταξύ οστών και μυών επιφέροντας τη θετική επίδραση της άσκησης στην υγεία των οστών αυτών των γυναικών.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

CHEN, M., Y. ZHANG, X. YU, and Q. ZUO. Alternating Aerobics with Resistance Exercise Improves Bone Density and Circulating Irisin Levels in Postmenopausal Women. Med. Sci. Sports Exerc., Vol. 57, No. 5, pp. 921-931, 2025.

Η εναλλαγή αερόβιας άσκησης με άσκηση αντιστάσεων βελτιώνει την οστική πυκνότητα και τα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες

Η εναλλαγή αερόβιας άσκησης με άσκηση αντιστάσεων βελτιώνει την οστική πυκνότητα και τα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες

 

Η ιρισίνη αποτελεί μυοκίνη που παράγεται κατά την άσκηση ως απόκριση στη συστολή των μυών και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αλληλεπίδραση μεταξύ οστών και μυών. Πολύ πρόσφατη μελέτη διερεύνησε την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ των μακροχρόνιων ασκησιογενών απόκρισεων της ιρισίνης και της σωματικής σύστασης και οστικής πυκνότητας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στη μελέτη συμμετείχαν 29 γυναίκες ηλικίας 62,7 ± 3,9 ετών χωρίς συνήθειες τακτικής σωματικής άσκησης, οι οποίες έλαβαν μέρος σε ένα πρόγραμμα εναλλασσόμενης αερόβιας άσκησης και άσκησης με αντιστάσεις συνολικής διάρκειας 24 εβδομάδων. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι η μακροχρόνια συστηματική άσκηση εναλλασσόμενης μορφής βελτιώνει την οστική πυκνότητα, τη σύσταση του σώματος και τα κυκλοφορούντα επίπεδα ιρισίνης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και υποδηλώνουν  ότι η ιρισίνη μπορεί να διαμεσολαβεί την αλληλεπίδραση μεταξύ οστών και μυών επιφέροντας τη θετική επίδραση της άσκησης στην υγεία των οστών αυτών των γυναικών.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Μετάβαση ασθενών με διαβήτη τύπου 2 σε θεραπεία με ινσουλίνη ανάλογα με την καρδιοαναπνευστική ικανότητα, το δείκτη μάζας σώματος και τη θεραπεία με στατίνες

Η θεραπεία με στατίνες για τη δυσλιπιδαιμία μειώνει σημαντικά τη θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίας καθώς και την καρδιαγγειακή νόσο σε άτομα με εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο. Παρόλο που τα ευεργετικά αποτελέσματα των στατινών είναι αναγνωρισμένα, έχουν εκφραστεί ανησυχίες για αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, αντίστασης στην ινσουλίνη και υψηλότερων επιπέδων γλυκόζης νηστείας και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με στατίνες. Ωστόσο, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι παρενέργειες που σχετίζονται με τη χρήση των στατινών μπορούν να μετριαστούν με τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας. Πρόσφατη αναδρομική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την ερευνητική ομάδα επίτιμου μέλους του Εθνικού Κέντρου “Exercise is Medicine-Greece” και αφορούσε τη χρονική περίοδο 1999-2020 διερεύνησε την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ της θεραπείας με στατίνες, της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας, του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και της (επιβεβλημένης) μετάβασης σε θεραπεία με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, 178.992 άνδρες και 8.360 γυναίκες, από τους οποίους οι 158.578 έλαβαν και οι 28.774 δεν θεραπεία με στατίνες. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η σχετιζόμενη με τις στατίνες επιβεβλημένη μετάβαση σε θεραπεία με ινσουλίνη σχετίζονταν με σχετικά χαμηλά επίπεδα καρδιοαναπνευστικής ικανότητας και υψηλά επίπεδα ΔΜΣ, ενώ το ποσοστό μετάβασης σε ινσουλινοθεραπεία μειώνονταν με τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ. Συμπερασματικά, οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να παραπέμπουν τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 για τακτική σωματική άσκηση, με στόχο τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής τους ικανότητας και τη συνακόλουθη μείωση του ποσοστού επιβεβλημένης μετάβασης σε ινσουλινοθεραπεία.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Peter Kokkinos, Eric Nylen, Charles Faselis, Andreas Pittaras, Immanuel Babu Henry Samuel, Carl Lavie, Michael Doumas, Michael S. Heimall, Rayelynn Murphy, and Jonathan Myers. Progression to Insulin Therapy in Patients with Type 2 Diabetes According to Cardiorespiratory Fitness, Body Mass Index, and Statin Therapy. Mayo Clin Proc. 2024;99(2):249-259.

 

Μετάβαση ασθενών με διαβήτη τύπου 2 σε θεραπεία με ινσουλίνη ανάλογα με την καρδιοαναπνευστική ικανότητα, το δείκτη μάζας σώματος και τη θεραπεία με στατίνες

Η θεραπεία με στατίνες για τη δυσλιπιδαιμία μειώνει σημαντικά τη θνησιμότητα ανεξαρτήτως αιτίας καθώς και την καρδιαγγειακή νόσο σε άτομα με εγκατεστημένη στεφανιαία νόσο. Παρόλο που τα ευεργετικά αποτελέσματα των στατινών είναι αναγνωρισμένα, έχουν εκφραστεί ανησυχίες για αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, αντίστασης στην ινσουλίνη και υψηλότερων επιπέδων γλυκόζης νηστείας και γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με στατίνες. Ωστόσο, ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι οι παρενέργειες που σχετίζονται με τη χρήση των στατινών μπορούν να μετριαστούν με τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας. Πρόσφατη αναδρομική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την ερευνητική ομάδα επίτιμου μέλους του Εθνικού Κέντρου “Exercise is Medicine-Greece” και αφορούσε τη χρονική περίοδο 1999-2020 διερεύνησε την ενδεχόμενη σχέση μεταξύ της θεραπείας με στατίνες, της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας, του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) και της (επιβεβλημένης) μετάβασης σε θεραπεία με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Στη μελέτη συμμετείχαν ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, 178.992 άνδρες και 8.360 γυναίκες, από τους οποίους οι 158.578 έλαβαν και οι 28.774 δεν θεραπεία με στατίνες. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η σχετιζόμενη με τις στατίνες επιβεβλημένη μετάβαση σε θεραπεία με ινσουλίνη σχετίζονταν με σχετικά χαμηλά επίπεδα καρδιοαναπνευστικής ικανότητας και υψηλά επίπεδα ΔΜΣ, ενώ το ποσοστό μετάβασης σε ινσουλινοθεραπεία μειώνονταν με τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής ικανότητας ανεξάρτητα από τον ΔΜΣ. Συμπερασματικά, οι κλινικοί ιατροί θα πρέπει να παραπέμπουν τους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 για τακτική σωματική άσκηση, με στόχο τη βελτίωση της καρδιοαναπνευστικής τους ικανότητας και τη συνακόλουθη μείωση του ποσοστού επιβεβλημένης μετάβασης σε ινσουλινοθεραπεία.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

Οφέλη της εξατομικευμένης άσκησης σε ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση

Η χρόνια κόπωση αποτελεί το πιο κοινό και εξουθενωτικό σύμπτωμα στα άτομα με πολλαπλή σκλήρυνση. Πρόσφατα έχει δειχθεί ότι η άσκηση αμβλύνει τη χρόνια κόπωση και βελτιώνει τις σωματικές λειτουργίες. Ειδικότερα, η προσαρμογή της άσκησης ανάλογα με τις πιθανές αιτίες κόπωσης θα μπορούσε να βελτιστοποιήσει τις ευεργετικές επιδράσεις της τακτικής άσκησης στην κόπωση των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση. Πρόσφατη μελέτη συνέκρινε την αποτελεσματικότητα μιας εξατομικευμένης έναντι της συνήθους παρέμβασης άσκησης στη μείωση της χρόνιας κόπωσης. Είκοσι εννέα ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση και συμπτώματα έντονης χρόνιας κόπωσης εντάχθηκαν σε πρόγραμμα άσκησης διάρκειας 12 εβδομάδων που περιελάμβανε είτε τη συνήθη αερόβια άσκηση και ασκήσεις αντιστάσεων, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες για τους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση, είτε εξατομικευμένη άσκηση σύμφωνα με τις ειδικές ανάγκες που είχαν εντοπιστεί για τον κάθε ασθενή. Τα αποτελέσματα της μελέτης ανέδειξαν παρόμοιες βελτιώσεις στην κόπωση, την κατάθλιψη και την ποιότητα ζωής και στις δύο ομάδες των ασθενών. Ωστόσο, σε σύγκριση με την ομάδα που ακολούθησε το παραδοσιακό πρόγραμμα άσκησης, η εξατομικευμένη άσκηση προκάλεσε σημαντικά μεγαλύτερη αύξηση της VO2peak και μεγαλύτερη μείωση της αντιλαμβανόμενης κόπωσης σε δεδομένη υπομέγιστη ένταση άσκησης, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν θετικές λειτουργικές επιπτώσεις στους ασθενείς με πολλαπλή σκλήρυνση.

Διαβάστε το πλήρες άρθρο: ΕΔΩ

ROYER, N., J. MIRA, N. LEPETIT, E. FAYOLLE, J.-P. CAMDESSANCHÉ, and G. Y. MILLET. Benefits of Individualized Training in Fatigued Patients with Multiple Sclerosis. Med. Sci. Sports Exerc., Vol. 56, No. 9, pp. 1623-1633, 2024.